κακοήθειαν

κακοήθειαν
κακοήθεια
bad disposition
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • въноутрьнии — (87) пр. 1. Внутренний, находящийся, расположенный внутри чего л.: коварьстьнѣ тако и льстьнѣ [всех] прешьдъ. и всѩкъ собѣ ˫ако же хотѩше приведъ. тогда вънѹтрьнѥѥ злоѡбычьноѥ износити абиѥ показа. (τὴν ἔνδον κακοήθειαν) ЖФСт XII, 103; і всѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”